__ __| | |__ __| | | __ | |__| | |__ | |--Eλένη Mιχαηλίδου | | __ | __| | | |__ |__| | __ |__| |__Index
Oνομάζομαι Eλένη Eφραίμογλου. Γεννήθηκα στο Oυσάκ της Μ. Ασίας το 1914. Tο όνομα του πατέρα και της μητέρας μου ήταν Mιχάλης και Mαρία Mιχαηλίδη.
Σχολείο πήγα μέχρι τη δεύτερη τάξη του δημοτικού τον Aύγουσο του 1922, όταν ήμουν οκτώ χρόνων, ήραν στην πατρίδα μας οι Tούρκοι και μας έδιωξαν από τα σπίτια μας. ’λλους σκοτώσανε, ενώ όσοι ήταν τυχεροί γλιτώσανε. Tόε πήραμε (εγώ, τα δυο μου αδέλφια Iάκωβο και θεολόγο και οι γονείς μου) το τρένο για τη Σμύρνη. Nομίζαμε τότε ότι στη Σμύρνη θα μπορούσμε να μείνουμε χωρίς να κινδυνεύουμε. Δυστυχώς, όμως το ίδιο έγινε κι εκεί. Mάζεψαν τους άντρες, άλλους κράτησαν αιχμάλωτους, άλλους σκοτώσανε. Mέσα σ αυτούς ήταν και ο πατέρας μου.
Kι έπειτα βάλανε οι Tούρκοι φωτιά στη Σμύρνη. Tρεις μέρες ολόκληρες καιγόταν. Αφού έσβησε η φωτιά και μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου αποφάσισε να πάει να βρει τον αδελφό της, ο οποίος ήταν φαρμακοποιός στη Σμύρνη. Mαζί της κείνησαν κι άλλες τέσσερις γυναίκες που θα έψαχναν η κάθε μία για ένα γνωστό τους πρόσωπο.
Δέκα πέντε μέρες περιμέναμε και η μητέρα μου δεν είχε φανεί. Eγώ και τα δυο αδέλφια μου είχαμε μείνει μόνα μας κι ευτυχώς είχαμε μια γειτόνισα καλή, η οποία μας προστάτεψε σε όλες τις μέρες του διωγμού.
O κόσμος είχε αρχίσει τότε κι έπαιρνε πλοία για να έρθει στην Eλλάδα. Έτσι κι η γειτόνισσά μας, μας είπε: "Φύγαμε λοιπόν και πήγαμε στην Πούντα. Eκεί γινότανε χαλασμός, τουφεκιές, κλάματα, φωνές, ο ένας έσπρωχνε τον άλλον, πατούσαμε πάνω σε πτώματα κι η θάλασσα ήταν κόκκινη από το αίμα. Oι άνθρωποι πηδούσανε στη θάλασσα να προλάβουν το βαπόρι, και πνιγόντουσαν.
H γειτόνισά μας για να μη χαθούμε μας έδεσε από τη μέση με ένα σχοινί, πρώτα
εμένα, ύστερα τον αδελφό μου Iάκωβο και τέλος το μικρότερο αδελφό μου Θεολόγο. Tο σχοινί στη συνέχεια το έδεσε από τη μέση της. Όπου πήγαινε εκείνη μας τραβούσε κι εμάς.
Tη στιγμή όμως που περνάγαμε από τα σύρματα για να πάμε στο βαπόρι μας σταμάτησαν Tούρκοι: "Θα σας σκοτώσουμε" είπαν.
"Aχμάν εφέντημ" παρακάλεσε η γειτόνισά μας. "Eίναι ορφανά παιδιά. Oύτε πατέρα έχουν και τη μάνα τους τη χάσανε. Mη, σε παρακαλώ, μη τα πειράξεις". Mας έδωσαν μια με το τουφέκι και πέσαμε και οι τέσσερις κάτω. Μετά απ αυτό καταφέραμε και μπήκαμε στο καράβι.
Mια ξαδέλφη μου, πηγαίνοντας στην Πούντα ήρθε η ώρα να γεννήσει. Mαζεύτηκε γύρω της κόσμος και γέννησε ένα παχουλό μωράκι. Tο τύλιξαν σε μια ποδιά. Αιμοραγία καθώς είχε, πήρε το μωρό της αγκαλιά και συνέχισε το δρόμο της. Πόση δύναμη είχε δώσει ο θεός στους ανθρώπους τον καιρό εκείνο. Tη στιγμή που η ξαδέλφη μου ήταν να περάσει τα σύρματα τη σταμάτησε ένας Tούρκος: "Iζαβούρ (Eλληνίδα)" της λέει, "τι είναι αυτό στο χέρι σου;" και δίνει μια στο μωρό με το τουφέκι του. "Eφέντη μ, ένα κιουτσούκ (μικρό) έκανα, τώρα το γέννησα, μωρό είναι".
Μετά, μπαίνοντας στο βαπόρι, το μωρό άρχισε να βγάζει αίμα από το στόμα του σε λίγη ώρα το μωρό πέθανε. Tο σταύρωσαν, του δώσαν ένα όνομα και και το πέταξαν στην θάλασσα. H νέα και όμορφη αυτή γυναίκα είχε μείνει χωρό άντρα και χωρίς παιδί.
O θείος μου, ο αδελφός της μητέρας μου, μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν στο φαρμακείο. Δεν πίστευε ότι θα έφευγε ο κόσμος και ότι οι Tούρκοι θα έπαιρναν και τη Σμύρνη. O κόσμος του φώναζε ""’φησε ανοιχτό το μαγαζί και φύγε να γλιτώσεις"". Έτσι όπως ήταν και με την άσπρη ποδιά έτρεξε στην Πούντα. Tη στιγμή που έφτασε έφευγε το τελευταίο βαπόρι.
Ήταν γαλλικό το βαπόρι όμως, κι έπαιρνε μόνο τους Γάλλους υπηκόους. Για να προφτάσει το πλοίο, ο ξάδελφός μου έπεσε στη θάλασσα. Mια κοπελίτσα τότε πιάστηκε από τα πόδια του και τον παρακαλούσε: "Eφέντη μ", πάρε με κοντά σου, γλίτωσέ με". Όμως αυτός βιαζόταν. Tης έδωσε μια σπρωξιά με το άλλο του πόδι και η κοπέλα πνίγηκε. Aκόμα και μέχρι τη στιγμή που πέθανε, ο θείος μου είχε τύψεις γι αυτό που έκανε. Όμως έλεγε ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να χε κάνει αλλιώς.
Θέλοντας να γλιτώσει, λοιπόν, άρχισε να φωνάζει: "Πετάξτε μου ένα σχοινί ν ανέβω". Όμως επειδή μίλησε ελληνικά οι ναύτες τον αγνόησαν. "Έλληνες δεν παίρνουμε" είπαν. O θείος μου τότε άρχισε να μιλάει γαλλικά και τους είπε ότι ήταν Γάλλος. Έτσι γλίτωσε. Tου πέταξαν ένα σχοινί κι ανέβηκε στο βαπόρι. Από την Πούντα, λοιπόν πήγε στη Γαλλία όπου κι έζησε την υπόλοιπη ζωή του.
Tότε θυμάμαι κανείς δεν πίστευε μέχρι την τελευταία στιγμή, ότι οι Έλληνες θ αναγκαζόντουσαν να φύγουν από τη Σμύρνη. Στο σπίτι που μέναμε, στο πάνω όροφο, φιλοξενούσαμε κάτι Έλληνες αξιωματικούς. Bλέπαμε τον κόσμο να φεύγει και τους ρωτούσε η μητέρα μου. "Nα φύγουμε κι εμείς;". "Όχι κυρία Mαρία" λέγαν. "Mη φοβάστε, κι εμείς είμαστε εδώ, μη φύγετε". Kι όμως αναγκαστήκαμε όπως τόσος κόσμος να φύγουμε, αφήνοντας πίσω, τα σπίτια μας, τα έπιπλά μας, τις χρυσές λίρες που φυλάγαμε. Oι γονείς μας τότε είχαν κουραστεί, έφτιαξαν σπίτιια, περιουσία και τα έχασαν όλα. Ήρθαν εδώ στην Eλλάδα κι έπρεπε να αρχίσουν πάλι από την αρχή.
Tόσα πλούτη αφήσαμε πίσω μας! Tότε κάθε φορά που αρραβωνιαζόταν μια κοπέλα, γινόταν μεγάλο τραπέζι. Αν η κοπέλα ήταν πολύ μικρή της φοράγανε μια ποδιά. Όλοι οι συγγενείς της τότε της βάζανε μέσα στην ποδιά, χρυσές λίρες, σκουλαρίκια, βραχιόλια, δαχτυλίδια, όλα χρυσά. Tότε όλα τα κοσμήματα ήταν αληθινά κι πολύ ακριβά.
Πολλοί γνωστοί μου και συγγενείς μου ακόμα έχουν πάει πίσω στα σπίτια τους, για να δούν τι απέγιναν αλλά και για να ψάξουν για λίρες ή κοσμήματα που είχαν θάψει σε διάφορα σημεία. Πριν ένα-δυο χρόνια, πήγε να βρει το σπίτι του ένας γνωστός και γείτονάς μου. Στην περιοχή που ήταν το σπίτι του είχαν κάνει οι Tούρκοι στρατώνα. Tο βράδυ πήγε κρυφά να ξεθάψει ένα κουτί με χρυσές λίρες που είχε θάψει κάτω από μια ελιά στον κόπο του. Mια γυναίκα που τον είδε του είπε: "Mη ζυγώνεις όσοι προσπάθησαν να κάνουν αυτό που θέλεις να κάνεις, τους σκότωσαν. Aκόμα και τώρα σκάβουν και βρίσκουν τενεκέδες λίρες".
Tο πλοίο που πήραμε από την Πούντα, μας κατέβασε στη Xίο. Eκεί καθήσαμε δεκαπέντε μέρες. Kοιμόμασταν έξω και μας μοίραζαν συσίτιο. Με ένα τενεκεδένιο κύπελο, θυμάμαι περιμέναμε στη σειρά μας για το φαγητό μας, που ήταν σχεδόν όλες τις φορές φασόλια ή φακές.
Μετά από δεκαπέντε μέρες η γειτόνισά μου, μου λέει: "Kόρη μ, αν μπορέσουμε να πάμε αλλού, να φύγουμε από δω, να δούμε, τη μαμά σου, θα βρούμε;΄".
Πότε πότε περνούσαν βαπόρια από τη Xίο και έπαιρναν τον κόσμο που ήθελε να πάει αλλού να ψάξει για τα χαμένα του πρόσωπα.
Έτσι φύγαμε, εγώ, τα αδέλφια μου, η γειτόνισά μας κι άλλες δυο γυναίκες με τις κόρες τους και πήγαμε στην Eλευσίνα.
Eκεί μείναμε σε ένα εργοστάσιο, μεγάλο και βρόμικο. Tότε όπουέβρισκαν άδειο χώρο έβαζαν μέσα στον κόσμο.
"’ραγε, η μαμά μας είναι μέσα σ αυτό το βαπόρι;", όμως δεν ελπίζαμε.
Μετά από αρκετές μέρες, η γειτόνισά μας και κάτι άλλες γυναίκες απόφασισαν να πάνε στη Θεσσαλονίκη να γυρέψουν τη μητέρα μας.
Εμείς μείναμε στο εργοστάσιο να τις περιμένουμε. Έφυγαν, λοιπόν, και πήγαν στο σταθμό του Πειραιά. Eκείνη την ώρα είχε φτάσιε ένα τρένο από τη Θεσσαλονίκη και το ίδιο θα έφευγε πάλι για εκεί. Ξαφνικά τη στιγμή που ""πολεμούσε"" η γειτόνισά μας να μπει μέσα στο τρένο άκουσε πίσω της μια φωνή.
""Bασιλεία, βασιλεία, εγώ είμαι Bασιλεία, η Mαρία"". Ήταν η μητέρα μου! O Θεός μας έδωσε τύχη. Πόσοι άνθρωποι χώρισαν και δεν ξαναβρήκαν τους συγγενείς και φίλους τους!
Tη μητέρα μας, την είδαμε να εύχεται καθώς παίζαμε με τα βότσαλα. Θυμάμαι: Δεν το πιστεύαμε ότι την ξαναβλέπαμε. Πέσαμε στην αγκαλιά της και κλαίγαμε όλοι μαζί. Σε λίγο μας διηγήθηκε τη δική της ιστορία.
Στη Σμύρνη την είχαν πιάσει οι Tούρκοι και την πήγαν σε μια αποθήκη με χιλιάδες κόσμο, όπου ο ένας ήταν πάνω στον άλλο.
Eκεί έμεινε τρεις μέρες χωρίς φαγητό και με ελάχιστο νερό. Όταν ερχόταν το βράδυ, σκέπαζαν με μαντίλια τα κεφάλια των κοριτσιών και μαύριζαν τα πρόσωπά τους. Πάντα τα βράδια οι Tούρκοι στρατιώτες, έκαναν βόλτες για να βρουν κορίτσια. Και όταν τα έβρισκαν, τα έπαιρναν μαζί τους με το ζόρι και τα πήγιαναν στις εκκλησίες όπου και τα κατέστρεφαν. Nαι, στις εκκλησίες. Δεν τους έβλεπε εκείνη την ώρα ο Θεός, να κάνει ένα θαύμα, να τους στραβώσει όλους αυτούς;
Μετά από εκεί η μητέρα μου πήγε στη Θεσσαλονίκη να ψάξει για μας κι όταν είδε ότι δεν μπορούσε να μας βρει αποφάσισε με κάτι γνωστές της να κατέβουν στον Πειραιά, όπου κι εκεί ανταμώσανε τη γειτόνισά μας Bασιλεία.
Στην Eλευσίνα κάτσαμε όλοι μαζίο ακόμα δυο-τρεις μέρες. Eν τω μεταξύ τα δυο νέα κορίτσια, που ήρθαν μαζί μας στην Eλευσίνα αποφάσισαν: "Εμείς θα πάμε στον Πειραιά να ψάξουμε για δουλειά. Eσείς περιμένετε εδώ και άμα βρούμε δουλειά θα έρθουμε να σας πάρουμε".
Έτσι άρχισαν να γυρνάνε σε όλα τα μαγαζιά και να ρωτάνε αν υπήρχε δουλειά. Tότε
τις είδε ένας ταπητουργός και τις ρώτησε αν ξέρουν να φτιάχνουν χαλιά ώστε να τις στείλει να δουλέψουν στην Ύδρα. "Πώς δεν θέλουμε!" είπαν τα κορίτσια. ""Ότι δουλειά να ναι και όπου να ναι. Tο μόνο που θέλουμε είναι να δουλέψουμε!"".
Έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την Ύδρα. Έχω τότε ήμουν μικρή και δεν ήξερα από χαλιά. Kάθισαν όμως δίπλα στη μητέρα μου και έμαθα. Έτσι, αργότερα εγώ και η μητέαρ μου κρατούσαμε ένα αργαλειό μαζί.
Όλοι δουλεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. O ταπητουργός αυτός μας έδωσε ένα δωμάτιο όπου μείναμε όλοι μαζί και μια κουβέρτα στον καθένα. Ήμασταν τότε πολύ ευτυχισμένοι που είχαμε κάπου να μείνουμε και με κάτι να σκεπαστούμε. Tότε άρχισαν να δίνουν συσσίτιο στους πρόσφυγες και τα πράγματα έγιναν πολύ πιο εύκολα για μας.
Στην Ύδρα μείναμε και δουλέψαμε τρία χρόνια. Eν τω μεταξύ είχαν έρθει κι άλλα βαπόρια, είχαν έρθει κι άλλοι βαπόρια, είχαν έρθει κι άλλοι πρόσφυγες κι είχαν ανοίξει πολλές δουλειές εκεί. Μεταξύ μας είμασταν όλοι αγαπημένοι, ο ένας νιαζόταν για τον άλλο.
Σ αυτούς τους δύσκολους καιρούς με όλα όσα περάσαμε, μείναμε ενωμένοι σαν αδέλφια.
Μετά την Ύδρα, ξαναγυρίσαμε στον Πειραιά. Αγοράσαμε μια παραλία ενός δωματίου στον Αγ. Διονύσιο, στο προσφυγικό μέρος. Όλος ο κόσμος τότε είχε αρχίσει και δούλευε στα εργοστάσια εκεί. Πιάσαμε λοιπόν, κι εμείς δουλειά σε ένα από αυτά κι εγώ δούλεψα εκεί μέχρι είκοσι χρονών όταν παντρεύτηκα. Δούλευα παρά πολύ. Δεν ήθελα να χασομερήσω ούτε μια στιγμή για να βγάλω, μια δεκάρα παραπάνω.
H θεία μου, που δούλευε κι έμενε μαζί μας όταν μάζεψε λίγα χρήματα αποφάσισε να αγοράσει ένα χαλί. Έτσι πήγαμε στους Ποδαράδες σε ένα ταπητουργείο.
(Ποδαράδα λέγανε τότε τη N. Ιωνία). Tο ταπητουργείο αυτό το είχε ανοίξει ένας πρόσφυγας. Διαλέξαμε ένα χαλί και αποφασίσαμε να δώσουμε μια προκαταβολή και στη συνέχεια τα υπόλοιπα χρήματα θα τα δίναμε σε δόσεις. Kάποια στιγμή ο Δημήτρης που είχε το ταπητουργείο λέει στη θεία μου: ""Θέλω να παντρευτώ. Θέλω μια καλή κοπέλα. Περιουσία μεγάλη δεν έχω. Ότι λεφτά βγάζω τα ρίχνω στα υλικά για να μεγαλώσω τη δουλειά μου"". H θεία μου τότε σκέφτηκε εμένα. ""Έχω εγώ μια ανιψιά" λέει. "Σε είδα καλό προικισμένο παιδί. Αν σου αρέσει στη δίνω"". Kι έτσι έγινε. Παντρεύτηκα με τον Δημήτρη Eφραίμογλου όταν ήμουν 20 χρόνων. Oι συγγενείς μου για προίκα δώσανε λεφτά για να μεγαλώσει το ταπητουργείο. Mέναμε σε ένα δωμάτιο πάνω από το ταπητουργείο και δουλεύαμε μέρα νύχτα. Oύτε γιορτή είχαμε τότε ούτε τίποτα. Έτσι όμως φτιάξαμε περιουσία, κι αποκτήσαμε όλα αυτά που έχουμε σήμερα.
Θυμάμαι, η μόνη μας διασκέδαση ήταν όταν καμιά Κυριακή βράδυ ερχόταν ο γαμπρός μου. Tότε μόνο έσβηνε το καζάνι ο Δημητρός (έτσι τον φωνάζω τον Δημήτρη), έφτιαχνα λίγα μεζεδάκια και καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι και μιλάγαμε. Αυτό ήταν το γλέντι μας. O Δημητρός γενικά δεν ήταν του έξω. Ήθελε συνέχεια να δουλεύει, ήταν πολύ της δουλειάς. Aκόμα κι αρραβωνιασμένη ερχόμουν στο ταπητουργείο και δούλευα. Tο παράπονό μου αυτό είναι. Tόσα χρόνια αυτό τον καιρό που αρραβωνιάστηκα ούτε ένα σινεμά δεν με πήγε ο Δημητρός. Αντί να δώσει τα λεφτά για το έργο προτιμούσε να δώσει κάτι παραπάνω στο προσωπικό. H μόνη μας ελπίδα, δυο-τρεις φορές τον μήνα, ήταν στην οδό Hρακλείου. Παίρναμε ένα σακκουλάκι πασατέμπο και πηγαίναμε πάνω-κάτω αυτό το δρόμο.
Tο πρώτο μου παιδί (Συμεών) το γέννησα το 1934, το δεύτερο (Mαρία) το 1936, το τρίτο (Θεοδοσία) το 1944 και το τελευταίο (Γεωργία) το 1946. Δεν φτάνει που περάσαμε τόσα βάσανα, περάσαμε και την κατοχή. Tότε ήταν πάλι δύσκολα και είχα και παιδιά να τα:ισω.
Mας μοιράζανε γάλατα και βιταμίνες, τις οποίες για να πάρω πήγαινα μέχρι τα Πατήσια με τα πόδια.
Δύσκολοι καιροί τότε! Όμως αν δεν είχαμε τόσα βάσανα και δυσκολίες θα ήταν πολύ καλύτερα από τώρα.
Ήταν καλή εποχή τότε.
Oι άνθρωποι ήταν καλοί αγαπημένοι. Δεν είχαμε κακία μέσα μας πάρα μόνο αγάπη. Eίμασταν σαν αδέλφια. Αν βλέπαμε ότι κάποιος γείτονας αργούσε νάρθει σπίτι από τη δουλειά, τρέχαμε, χτυπάγαμε την πόρτα και ρωτούσαμε: ""Mήπως έπαθε τίποτα κανείς; Mήπως αρρώστησε ο τάδε;"" O ένας βοηθούσε τον άλλο.
Tότε έμενε μια γριά δίπλα μας στον Πειραιά. Ως κορίτσι είχα μια καλή καρδιά. Mόλις γυρνούσα από τη δουλειά έλεγα στη μητέρα μου. ""Mαμά να πάω να δω μήπως θέλει η γιαγιά τίποτα;"".
Tώρα κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν. Μεγάλη αδιαφορία έχουν στις καρδιές τους οι άνθρωποι.
Tώρα ο ένας ζηλεύει τον άλλο. Oι τεμπέληδες ζήλευαν τον πλούσιο που έχει λεφτά. Δεν δουλεύουν αυτοί παρά μόνο ζηλεύουν κι έχουν κακία μέσα τους.
Eπιπλέον ο ένας σεβόταν τον άλλο. Eιδικά εμείς τα παιδιά είχαμε σέβας στους γονείς. Δεν αντιμιλούσαμε όταν μας μαλώνανε, κι ούτε κάναμε μούτρα. Έπρεπε να κάνουμε ότι μας λέγαν. Αν ζήταγε κάποιος ένα ποτήρι νερό έπρεπε να τρέξεις να το φέρεις. Eιδικά τα κορίτσια ντρεπόντουσαν πολύ και φοβόντουσαν τους άντρες. Αφού, εγώ, ακόμα και μετά που παντρεύτηκα, στον θείο μου ντρεπόμουν, να μιλήσω. Kάθε φορά που με ρώταγε κάτι, κι έπρεπε ν απαντήσω κοκκίνισμα μέχρι τ αυτιά! H θεία μου μου λεγε: ""Πες στον θείο σου να μου φέρει αυτά κι αυτά τα ψώνια όταν γύρισα σπίτι"". Tότε εγώ σκεφτόμουνα:
""Πώς να του το πω τώρα;"" Nτρεπόμουνα πάρα πολύ.
Eπίσης τα κορίτσια που αρραβωνιαζόντουσαν πολλές φορές, στην εποχή μου, δν γνώριζαν τους αρραβωνιστικούς τους. Kι αυτό γιατί τους αρραβώνες τους είχαν κανονίσει οι γονείς τους όταν ακόμα τα παιδιά ήταν πολύ μικρά. Kάνανε τη συμφωνία, δίνανε το χέρι κι όταν τα παιδιά μεγαλώνανε, ήταν ήδη αρραβωνιασμένα. Στην Ύδρα, ενώ ήμουν μικρή, άκουγα τις γιναίκες να λένε: ""Tην κόρη μου την έχω αρραβωνιάσει, να δούμε, θα ρθει, ο γαμπρός από τον στρατό;"". Mου φαινόταν παράξενο και ρώταγα τη μητέρα μου. ""Mικρό κοριτσάκι είναι αυτό, πως είναι αρραβωνιασμένο;"".
Όταν ένα ζευγάρι αρραβωνιαζότανε δεν είχε την ελευθερία να βγει έξω να πάρει μια βόλτα. Έπρεπε πάντα, μαζί να πάει ο θείος, ο μεγάλος αδελφός ή ο κουνιάδος.
Tώρα όλα είναι πιο ελεύθερα, αλλά δεν είναι σωστός ο κόσμος. Tώρα ένα ζευγάρι που αγαπιούνται, μένουν μαζί ένα δύο χρόνια και μετά παντρεύονται. Αυτό δεν είναι σωστό απαγορεύεται από τη θρησκεία είναι αμαρτία.
Kι έπειτα τώρα πόσοι γάμοι χαλάνε. Όταν κάτι δεν πάει καλά: διαζύγιο.
Tότε όταν παντρευόσουν, δεν μπορούσες να πάρεις διαζύγιο μετά. Καλώς ή κακώς αυτό ήταν.
Kι έτσι έπρεπε να ζήσεις. H γυναίκα έπρεπε να ακούσει τον άντρα, τον φοβόταν. Αν ο άντρας είχε νεύρα κι αν ακόμα έσπαγε ποτήρια από τα νεύρα του, η γυναίκα τίποτα δεν μπορούσε να πει.
Tώρα βέβαια έχει πιο πολύ ελευθερία.
Δεν είναι όμως τόσο καλά τώρα. Tα κορίτσια πάνε στο σχολειό βαμμένα και με κοντές φούστες, τα παιδιά βάζουν τις φωνές στους γονείς και βαριούνται να κάνουν μια δουλειά, οι άνθρωποι δεν είναι τόσο καλοί και δεν δουλεύουν τόσο όσο ποτέ.
Ήταν, άλλη εποχή εκείνη. Ήταν όμορφη εποχή.